- στηθαῖον
- στηθαῖον, τό, ([etym.] στῆθος)A breastwork, parapet, Sch.E.Ph.1180.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στηθαῖον — breastwork neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθαίο — το / στηθαῑον, ΝΜΑ προστατευτικό προτείχισμα νεοελλ. 1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν 2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ.… … Dictionary of Greek